- Τισσαφέρνει
- Τισσαφέρνηςmasc nom/voc/acc dual (attic epic)Τισσαφέρνεϊ , Τισσαφέρνηςmasc dat sg (epic ionic)Τισσαφέρνηςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποφθονώ — έω, Α [φθονῶ] φθονώ κάποιον κρυφά («ύπεφθόνει τῆς στρατηγίας τῷ Τισσαφέρνει», Ξεν.) … Dictionary of Greek